- μεγαλήφατος
- μεγᾰλ-ήφᾰτος, ον,A in lofty strain, ὕμνος prob. for μελαν- in Orph.A.421 (μέλανα σκότον Abel).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλήφατος — μεγαλήφατος, ον (Α) εγκωμιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας, μεγάλου + συνδετικό φωνήεν η (για μετρικούς λόγους) + φατός (< φημί), πρβλ. θέσ φατος, οδυνή φατος] … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek